- ποτνίασις
- -άσεως, ἡ, Α [ποτνιῶμαι]συνοδευόμενη από δάκρυα επίκληση ή ικεσία προς έναν θεό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτνίασις — ποτνιασις loud lamentation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
ποτνιασμός — ὁ, Α [ποτνιῶμαι] η ποτνίασις* … Dictionary of Greek